ἐνώπι'

ἐνώπι'
ἐνώπια , ἐνώπια
face
neut nom/voc/acc pl
ἐνώπια , ἐνώπιος
facing
neut nom/voc/acc pl
ἐνώπιε , ἐνώπιος
facing
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ούπις — Επίκληση θεών στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Οι Δωριείς χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα την επίκληση Ώπις. 1. Αναφέρεται στη θεά Άρτεμη. Με το επίθετο αυτό τη λάτρευαν στην Τροιζήνα, ψάλλοντας για να την τιμήσουν τις ούπιγγες (ύμνοι). Ούπιγγες στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”